Γράφει η Ιωάννα Στεντούμη
Η αύξηση των περιστατικών άσκησης έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, σε συνδυασμό με την αύξηση των καταγγελιών για μία σειρά εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας και της σεξουαλικής ελευθερίας – άσκηση ενδοοικογενειακής και συντροφικής βίας, σεξουαλικές επιθέσεις, παρενοχλήσεις σε χώρους εργασίας, κυκλώματα εμπορίας ευάλωτων παιδιών αλλά και ενηλίκων γυναικών – έχουν ανοίξει με επιδραστικότητα στην ελληνική κοινωνία το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας και της ευαλωτότητας των γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Ακόμα περισσότερο, έχουμε με πολύ κόπο και επιμονή αναβαθμίσει στον δημόσιο λόγο τα έμφυλα ζητήματα, που προηγούμενα ήταν ανύπαρκτα. Μιλάμε για συναίνεση, έμφυλη ισότητα, ορατότητα των θυμάτων, προστασία, νομοθετική κατοχύρωση. Μιλάμε για γυναικοκτονία και αντιδράμε σε όλες τις μισογύνικες και σεξιστικές επιθέσεις που δεχόμαστε κάθε φορά που η λέξη αναφέρεται στο δημόσιο διάλογο της χώρας.
Ένα κύμα ελευθερίας και διεκδίκησης, που ξεκίνησε από τη συλλογική πάλη για την ένταξη της συναίνεσης στο άρθρο του βιασμού το 2019, συνέχισε με το metoo και την υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας, προχώρησε στη συγκρότηση αυτοοργανωμένων δομών και δικτύων αλληλεγγύης και πια άρχισε να φωνάζει για την αναγνώριση και καταγραφή των γυναικοκτονιών.
Ωστόσο, η υπεράσπιση και προστασία των θυμάτων έμφυλης και σεξουαλικής βίας, η συγκρότηση δικτύων υποστήριξης των ευάλωτων πληθυσμών, η ανάδειξη, αντιμετώπιση και σύγκρουση με τις θεσμικές και θεσμοποιημένες ελλείψεις της κεντρικής Διοίκησης αλλά και των Δήμων στα ζητήματα αυτά, απαιτεί μεταξύ άλλων τη διεκδίκηση χώρου και ορατότητας στον δημόσιο λόγο, ο οποίος συχνά είναι εμποτισμένος με έμφυλα στερεότυπα και προκαταλήψεις: μια διάχυτη διάθεση μομφών και κατηγοριών προς τα θύματα αναφύεται σε κάθε μία περίπτωση έμφυλης κακοποίησης, ακόμα και γυναικοκτονίας. Ξαφνικά, για τα θύματα έμφυλων εγκλημάτων αναπτύσσεται μία σειρά επιχειρημάτων που προσπαθούν να αποδομήσουν τις μαρτυρίες τους, να ενοχοποιήσουν τη ζωή και τις επιλογές τους και εν τέλει να απαξιώσουν το λόγο τους ως υπερβολικό, συναισθηματικό, ή απλά ως ψευδή. Είναι χαρακτηριστικό πως , ενώ πολλά από τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου τελούνται ενώπιον δύο προσώπων και άρα χωρίς μάρτυρες (εξύβριση, εκβίαση, κλοπή κλπ.), τα έμφυλα εγκλήματα συνιστούν τις μόνες περιπτώσεις που ακούγεται μονίμως το επιχείρημα περί ψευδών καταγγελιών, συχνά ακόμα και από τους ίδιους τους επαγγελματίες που οφείλουν να δέχονται τις καταγγελίες και να υποστηρίζουν τα θύματα. Αυτό από μόνο του ενσωματώνει μία έμφυλη διάκριση, ενώ δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά και ερευνητικά δεδομένα.
Ως παράταξη με πρόταγμα τους συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις και με κοινωνική και πολιτική συνείδηση που προωθεί μια διαφορετική κουλτούρα συγκρότησης διαπροσωπικών και συντροφικών σχέσεων, θεωρούμε αναγκαία την ανάπτυξη τοπικών κινημάτων και πρωτοβουλιών, αλλά και την πίεση προς την εκάστοτε Δημοτική Αρχή για τη συγκρότηση υποστηρικτικών δομών προς τα θύματα. Ταυτόχρονα κρίνουμε αναγκαία την καλλιέργεια της ευαισθητοποίησης για τα δικαιώματα των θυμάτων έμφυλων εγκλημάτων, για τα κενά στη νομοθεσία, αλλά και για τα φαινόμενα συστηματικής παράβασης ακόμα και του υπάρχοντος νομικού πλαισίου από την αστυνομία, τους δικαστικούς-εισαγγελικούς λειτουργούς αλλά και από τους/τις συνηγόρους υπεράσπισης των δραστών σε πολλές υποθέσεις σεξουαλικών επιθέσεων και κακοποιήσεων. Δε μας ενδιαφέρει – αντίθετα μας βρίσκει αντίθετους/ ες – μία εν γένει σκλήρυνση της ποινικής αντιμετώπισης ως τρόπου επίλυσης βαθιά εμπεδωμένων συμπεριφορών και πατριαρχικών αντιλήψεων. Είναι μια κουβέντα που όχι μόνο αποπροσανατολίζει από τις πραγματικές ευθύνες του κράτους για την ελλιπή προστασία των θυμάτων, αλλά και συσκοτίζει τα πραγματικά κοινωνικά αίτια μιας κοινωνίας πατριαρχικής και βαθιά συντηρητικής.
Η θεσμική θωράκιση ενάντια στην έμφυλη βία απαιτεί εκ μέρους της πολιτείας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες: αφενός χρειάζονται δημόσιες δωρεάν δομές υποστήριξης και ξενώνες σε όλους τους δήμους, δωρεάν νομική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, επαρκείς ιατροδικαστικές υπηρεσίες, εκπαίδευση στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές, των οποίων το προσωπικό αποτελεί τους επαγγελματίες “πρώτης γραμμής” που έρχονται σε άμεση επαφή με τα θύματα, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση στις έννοιες της συναίνεσης, της συμπερίληψης και της έμφυλης ισότητας.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του νομικού πλαισίου, η καχυποψία απέναντι στο θύμα αποτελεί τον κανόνα από την πρώτη επαφή του με τις αρχές: Στην αστυνομία θα αμφισβητήσουν το γεγονός, θα τo αποθαρρύνουν με κάθε τρόπο από το να υποβάλει καταγγελία, με την επίκληση νομικών ανακριβειών (όπως η παραγραφή του αδικήματος ή η έλλειψη αποδείξεων). Συχνά, μάλιστα, σε εκπαιδευτικά σεμινάρια στην αστυνομία συναντάμε την δυσπιστία απέναντι στα θύματα και την πεποίθηση ότι οι καταγγελίες γίνονται για οικονομικούς λόγους. Μάλιστα, συχνά “προειδοποιούν” τα θύματα ότι θα κατατεθεί εναντίον τους μήνυση για ψευδή καταμήνυση/ συκοφαντική δυσφήμιση και θα παραμείνουν και αυτά κρατούμενα, στο πλαίσιο του αυτοφώρου, πρακτική που χρησιμοποιούν σε τεράστιο βαθμό οι δράστες εγκλημάτων έμφυλης βίας. Στην πραγματικότητα, ακόμα και όταν υποβάλλεται μήνυση εναντίον του θύματος, ο αξιωματικός υπηρεσίας μπορεί να επικοινωνήσει με τον εισαγγελέα ενδοοικογενειακής βίας και να αφεθεί το θύμα ελεύθερο. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό σπάνια γίνεται.
Φυσικά επιβαρύνει το ότι οι δομές είναι ελλιπείς και ελάχιστες, καθώς και η απουσία, στον δημόσιο λόγο, φορέων αλλά και πραγματικών θεσμικών πρωτοβουλιών που να υποστηρίζουν τα θύματα έμφυλης βίας. Έχει επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα των θυμάτων έμφυλης βίας το ότι επί ένα χρόνο, με αφορμή την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου και με ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στοχοποιήθηκαν συλλήβδην οι μητέρες και οι γυναίκες ως ψευδώς καταγγέλλουσες «αποξενώτριες» και οι πατεράδες ως θύματα. Ο δημόσιος λόγος στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν τελείως ναρκοθετημένος γύρω από μισογύνικα, σεξιστικά στερεότυπα και οδήγησε στις τοποθετήσεις του κ. Λοβέρδου για τον “ καλό κακοποιητή” πατέρα και στην κατάργηση στην πράξη της σύμβασης της Κωσταντινούπολης, αγνοώντας κάθε φορέα που ασχολείται με το ζήτημα της έμφυλης βίας – ακόμα και τις εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ. Ο νόμος αυτός εκθέτει τα θύματα σε ακόμα περισσότερους κινδύνους, ενώ δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για το τι θα γίνει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, καμία πρόβλεψη για το πώς θα φύγει το θύμα να πάει σε ξενώνα, όταν απαγορεύεται η αλλαγή κατοικίας χωρίς συναίνεση του κακοποιητή, ενώ μάλιστα οι ξενώνες εχουν το χαρακτήρα του καταφυγίου και είναι ελάχιστοι στην επικράτεια. Τέλος, καμία πρόνοια δεν υπάρχει για θύματα οικονομικής αποστέρησης και ψυχολογικής και λεκτικής βίας.
Στις ελάχιστες δε περιπτώσεις που υποθέσεις βιασμού φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες, η εξέταση επικεντρώνεται στα ίχνη βίας στο σώμα του θύματος, για την απόδειξη των οποίων απαιτούνται ιατροδικαστικές εκθέσεις συχνά ελλιπείς, καθώς τις περισσότερες φορές πραγματοποιούνται ημέρες μετά το συμβάν, είτε λόγω έλλειψης κατάλληλης ενημέρωσης του θύματος είτε γιατί η εξέταση δεν κατέστη δυνατόν να γίνει εγκαίρως (με μόλις 13 ιατροδικαστικές υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα στις έδρες των Εφετείων, οι οποίες δεν λειτουργούν καν τα Σαββατοκύριακα και έχουν ωράριο δημόσιας υπηρεσίας).
Η κατάσταση, μάλιστα, για ευάλωτα άτομα είναι ακόμα χειρότερη καθώς επί της ουσίας δεν έχουν καμία πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά ούτε και σε υποστηρικτικές δομές: τα εργαζόμενα στο σεξ, οι τρανς γυναίκες, όσες δεν έχουν σταθερή, μονογαμική, ετεροφυλοφιλική σχέση, οι προσφύγισσες ή μετανάστριες, οι τοξικοεξαρτημένες, οι γυναίκες χωρίς υψηλή μόρφωση και κοινωνικό στάτους, ακόμα κι αν καταφέρουν να φτάσουν στις διωκτικές αρχές, οι πιθανότητες να ασκηθεί δίωξη για την υπόθεση τους είναι σχεδόν μηδενικές, ενώ οι ποινές, ακόμα και αν επιβληθούν, είναι εξωφρενικά χαμηλές.
Κατόπιν αυτών, είναι σαφές ότι ο Δήμος Αγίας Παρασκευής, στον οποίο δεν υπάρχει Συμβουλευτικό Κέντρο αλλά ούτε και εξειδικευμένες υπηρεσίες, οφείλει να εξασφαλίσει δομές υποστήριξης άμεσα. Μάλιστα, με σχετική ανάρτηση στο site του Δήμου, η απερχόμενη διοίκηση είχε δεσμευτεί για τη δημιουργία «Κέντρου συμβουλευτικής για την ενδοοικογενειακή βία», η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε. Αντίστοιχα, καμία σοβαρή πρωτοβουλία δεν έγινε όλα αυτά τα χρόνια για ενημέρωση των θυμάτων, υποστήριξη, άνοιγμα ενός διαλόγου για ζητήματα σεξισμού και ανισότητας. Το δε Κέντρο γυναίκας Αγία Παρασκευής είναι κέντρο επιμόρφωσης και δημιουργικής απασχόλησης και δεν παρέχει υπηρεσίες συμβουλευτικής για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής/ έμφυλης βίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα γυναίκες και κορίτσια θύματα βίας στην πόλη μας να μη λαμβάνουν καμία υποστήριξη, νομική, κοινωνική, ψυχολογική, οικονομική, και να εγκαταλείπονται στην ευαλωτότητά τους, βοηθούμενα αποκλειστικά από δίκτυα αλληλεγγύης, όταν αυτό είναι εφικτό.
Απαιτούμε, λοιπόν, την άμεση συμμετοχή του Δήμου στο Δίκτυο των Δομών Υποστήριξης με αυτοτελές και χρηματοδοτούμενο Συμβουλευτικό Κέντρο, το οποίο θα παρέχει νομική συμβουλευτική αλλά και νομική εκπροσώπηση, ψυχοκοινωνική υποστήριξη και οικονομική/υλική συνδρομή στα θύματα.
Το κείμενο της Ιωάννας Στεντούμη δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης του Φυσάει Κόντρα «Άνεμος».
*Η Ιωάννα Στεντούμη είναι δικηγόρος, ΜΔΕ ποινικού, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, εξειδικευμένη σε ζητήματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας